καταστέλλει

καταστέλλει
καταστέλλω
put in order
pres ind mp 2nd sg
καταστέλλω
put in order
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • отъставлѧти — ОТЪСТАВЛѦ|ТИ (5*), Ю, ѤТЬ гл. 1.Отстранять, отдалять: подобае(т) ѿлагати мирьскы˫а печали. ˫ако мертвы и неполезны и ѿставлѧюща б҃а. (διατειχίζουσας) ГБ к. XIV, 67в; || перен.: по семь ˫авлѧютьсѧ гл҃ще. Мы ѡц҃а имамъ аврама. и нѣсмь работали… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ανορεκτικός — ή, ό αυτός που καταστέλλει, ελαττώνει την όρεξη για φαγητό …   Dictionary of Greek

  • δαμαστήριος — ια, ιο (Μ δαμαστήριος, α, ον) [δαμαστήρ] αυτός που χρησιμεύει ή συντελεί σε δαμασμό, ο δαμαστικός μσν. το ουδ. ως ουσ. το δαμαστήριον μέσο με το οποίο δαμάζει κανείς, υποτάσσει ή καταστέλλει κάτι («ἀγρυπνία... πνευμάτων δαμαστήριον») …   Dictionary of Greek

  • καταστέλλω — (AM καταστέλλω) 1. κάνω κάτι να περιοριστεί, συγκρατώ την ορμή κάποιου, δαμάζω, υποτάσσω, αναχαιτίζω, σταματώ, καταπνίγω 2. κατευνάζω, καταπραΰνω, καθησυχάζω μσν. 1. κυριεύω, υποτάσσω 2. θάβω, ενταφιάζω αρχ. 1. διευθετώ, τακτοποιώ, ευτρεπίζω,… …   Dictionary of Greek

  • κατασταλτικός — ή, ό (AM κατασταλτικός, ή, όν) [καταστέλλω] αυτός που έχει τη δύναμη, την ικανότητα ή την εξουσία να καταστέλλει (α. «κατασταλτικά μέτρα» β. «κατασταλτική πολιτική» γ. «κατασταλτικός νόμος») νεοελλ. κατευναστικός, καταπραϋντικός αρχ. ήσυχος,… …   Dictionary of Greek

  • καταστολεύς — καταστολεύς, ὁ (Μ) [καταστολή] αυτός που καταστέλλει …   Dictionary of Greek

  • πολυανώδυνος — ον, Α αυτός που έχει μεγάλη δύναμη για καταστολή τών πόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἀνώδυνος «αυτός που καταστέλλει τους πόνους»] …   Dictionary of Greek

  • Κάμινγκς, Έντουαρντ Έστλιν — (Edward Estlin Cummings, Κέιμπριτζ, Μασαχουσέτη 1894 – Νιου Κόνγουεϊ, Νιου Χαμσάιρ 1962). Αμερικανός ποιητής, συγγραφέας και ζωγράφος. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου υπηρέτησε ως εθελοντής… …   Dictionary of Greek

  • οικονομική πολιτική — Το σύνολο των ενεργειών με τις οποίες το κράτος ρυθμίζει τις πρωτοβουλίες των ατόμων και των ιδιωτικών επιχειρήσεων και τροποποιεί τις γενικές συνθήκες μέσα στις οποίες αναπτύσσονται αυτές, ώστε να πετύχει ορισμένους σκοπούς. Για να το κατορθώσει …   Dictionary of Greek

  • κατασταλτικός — ή, ό επίρρ. ά ανασταλτικός, ανασχετικός, αυτός που μπορεί να καταστέλλει: Ενέργησε σαν μια κατασταλτική δύναμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”